γλίδα

γλίδα
και λίγδα, η
1. κηλίδα από λίπος ή λιπαρή ουσία
2. ακαθαρσία, λέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λίγδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”